μπαστρά

μπαστρά
η головня, ржа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπαστρά" в других словарях:

  • μπάστρα — η είδος ασθένειας που προσβάλλει τα φυτά και τους καρπούς …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …   Dictionary of Greek

  • ωίδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται γνωστή ασθένεια του αμπελιού η οποία οφείλεται στον αμερικανικής καταγωγής μικρομύκητα uncinula necatrix. Oνομάζεται επίσης στάχτη, μπάστρα και συναπίδι. Ο μικρομύκητας που την προκαλεί, εντοπίστηκε στην Ευρώπη το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»